Σε μια κίνηση που έχει ήδη προκαλέσει συζητήσεις, η Ολλανδική κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδιο μείωσης των ορίων ταχύτητας κατά τη διάρκεια της ημέρας, με πρώτο στόχο τη μείωση της εκπομπής ρύπων και όχι, όπως θα ήταν λογικό να σκεφτεί κάποιος, τη μείωση των θανάτων από τροχαία.
Η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτων από τροχαία ατυχήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό το λόγο, πολλοί υποστηρίζουν πως η μείωση των ορίων ταχύτητας θα μπορούσε σε αρκετές περιπτώσεις, να βοηθήσει στη μείωση των ατυχημάτων. Μια τέτοια κίνηση έγινε, αλλά ταυτόχρονα δεν έγινε, στην Ολλανδία.
Πώς έφτασαν όμως οι Ολλανδοί σε αυτή την απόφαση; Ένα Ολλανδικό δικαστήριο έκρινε πως οι περιβαλλοντικές πολιτικές της κυβέρνησης, παραβιάζουν τα όρια που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με την προστασία των φυσικών αποθεμάτων σε αμμωνία και νιτρικό οξύ. Έτσι, ο πρωθυπουργός της χώρας, Mark Rutte, αναγκάστηκε να λάβει ένα κακό, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, μέτρο, το οποίο όμως ήταν αναγκαίο ώστε να μην χάσουν άνθρωποι τη δουλειά τους. Η περιβαλλοντική κρίση την οποία αντιμετωπίζει η Ολλανδία, αφορά ποικίλους τομείς όπως οι κατασκευές και γενικά, οτιδήποτε περιλαμβάνει επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Το μέτρο της μείωσης του ανώτατου ορίου ταχύτητας από 130 χλμ./ώρα -που ισχύει σε πολλές χώρες της Ευρώπης- σε 100 χλμ./ώρα, θα τεθεί σε ισχύ από το 2020 και θα αφορά στις ώρες της ημέρας, δηλαδή από τις 06:00 έως τις 19:00. Από τις 19:00 έως τις 06:00, θα ισχύει κανονικά το ανώτατο όριο των 130 χλμ./ώρα. Ο λόγος είναι πως εκείνες οι ώρες περιλαμβάνουν την περισσότερη κίνηση, οπότε από τη στιγμή που τα αυτοκίνητα θα κινούνται με μικρότερες ταχύτητες, θεωρητικά η επιβάρυνση του περιβάλλοντος θα μειωθεί.
Καθώς η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες αιτίες τροχαίων ατυχημάτων, η μείωση των ορίων, σε λογικά πλαίσια, πιθανώς να έχει κάποιο νόημα. Ωστόσο, το γεγονός ότι το όριο επιστρέφει στα 130 χλμ./ώρα κατά τις νυχτερινές ώρες, όταν και συμβαίνει αριθμός ατυχημάτων που αγγίζει το 40% των συνολικών, δημιουργεί ερωτηματικά.
Και κυρίως, πιστοποιεί πως ακόμη και σήμερα οι αρχές αντιμετωπίζουν με αμηχανία το ζήτημα της Οδικής Ασφάλειας, ενώ σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη, λαμβάνουν μέτρα που συμπτωματικά και όχι επί σκοπού, σχετίζονται με τον τομέα.
ΝΩΝΤΑΣ ΔΟΥΖΙΝΑΣ